-
1 προς-στέλλω
προς-στέλλω, eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προςεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, χαίτη, Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, ἐπιστήμη προςεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προςεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.
-
2 προσστελλω
приставлять, прилаживать, приделывать(τί τινι Luc.)
προσστέλλεσθαι τοῖς ὀρεινοῖς Plut. — прислоняться к горам, т.е. располагать войска у подножия гор;προσεσταλμένος τινί Luc. — плотно прилегающий к чему-л.;ἥ θρὴξ προσεσταλμένη Arst. — гладкая шерсть;ἰσχία προσεσταλμένα Xen. — узкие бедра;ἐπιστήμη προσεσταλμένη Plat. — скромная (не высокомерная) ученость -
3 προσστέλλω
A bring close to,καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6
:—[voice] Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.II [voice] Pass., to be tight-drawn, close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7;προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599
; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn. 807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου.. προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA 630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452;φύλλα Dsc.4.88
; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.2 metaph., to be orderly, modest, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσστέλλω
-
4 προςστέλλω
προς-στέλλω, eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προςεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Ggstz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend; übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden; aber προςεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς, = er lehnte sich an die Berge -
5 επαιωρεω
1) держать высокоἐ. τινί τι Sext. — поместить что-л. выше чего-л.;
ἐν τόποις ὀρεινοῖς στρατοπεδεύων ἐπῃωρεῖτο Plut. — (Фабий постоянно) располагался лагерем высоко в горах;ταῖς ἐλπίσιν ἐπαιωρούμενος Luc. — окрыленный надеждами;ἀφθόνοις εὐτυχίαις ἐ. βίον Anth. — вести жизнь полную счастья2) pass., досл. нависать, перен. угрожать(τοῖς πράγμασιν, sc. τῆς Σικελίας Plut.)
ἐπῃωρεῖτο Ῥωμαίοις φοβερός Plut. — (Серторий) представлял собой страшную угрозу для римлян3) pass. колебаться, медлитьἐ. τῷ πολέμῳ Plut. — вести войну нерешительно
См. также в других словарях:
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek